ακροκέραια

ακροκέραια
τα (Α ἀκροκέραια) (Ν και ακροκέραιο, το, Μ και ἀκρόκερα, τα)
τα άκρα τής κεραίας τών πλοίων
νεοελλ.
το καθένα από τα δύο άκρα τής σταυρωτής κεραίας που αρχίζει από το τραχήλωμα τών ολκών και είναι λεπτότερο από την άλλη κεραία (κν. πινό).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + κεραία < κέρας.
ΠΑΡ. μσν. ἀκροκέραιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀκροκέραια — ends of sail yards neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροκέραιος — ἀκροκέραιος, ον (Μ) [ἀκροκέραια] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ακροκέραια* …   Dictionary of Greek

  • ακροδετώ — Ναυτ. προσδένω τις επάνω γωνίες τού ιστίου στα ακροκέραια, «δένω την αμορόζα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρόδετος. ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδέτηαη] …   Dictionary of Greek

  • ακρόκερα — ἀκρόκερα, τα (Μ) τα ακροκέραια …   Dictionary of Greek

  • κλοιός — Μεταλλικό στεφάνι, κυκλικός δεσμός (κυρίως γύρω από τον λαιμό ή τα χέρια)· ειδικό στεφάνι, σιδερένιο ή ξύλινο, που το χρησιμοποιούσαν ως όργανο βασανιστηρίων ήδη από την αρχαιότητα. Η απλούστερη μορφή του ήταν μια επίπεδη σανίδα με τρεις τρύπες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”